ἀδικαιοδότητος

ἀδικαιοδότητος
ἀδῐκαιοδότητος, ον,
A where no justice can be got,

Σικελία D.S.39.20

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδικαιοδότητος — ἀδικαιοδότητος, ον (Α) [δικαιοδοτῶ] 1. αυτός που δεν αποδίδει δικαιοσύνη 2. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περιμένει απόδοση δικαιοσύνης …   Dictionary of Greek

  • ἀδικαιοδοτήτου — ἀδικαιοδότητος where no justice can be got masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”